- συνακτός
- συνακ-τός, ή, όν,A collected,
ὕδωρ Porph.Abst.1.42
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕδωρ Porph.Abst.1.42
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνακτός — ή, όν, Α [συνάγω] αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη … Dictionary of Greek
συνακτά — συνακτός collected neut nom/voc/acc pl συνακτά̱ , συνακτός collected fem nom/voc/acc dual συνακτά̱ , συνακτός collected fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνακτόν — συνακτός collected masc acc sg συνακτός collected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνακτή — συνακτός collected fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)